Nota Kimothoi© Nότα Κυμοθόη

Nota Kimothoi© Nότα Κυμοθόη
Νότα Κυμοθόη, απόσπασμα από Ποίησή μου με τον τίτλο "Ερατώ" "Παίξε ω Μούσα Ερατώ την άρπα την ανθρώπινη αυτήν οπού αγγίζει τις καρδιές των άκαρδων ανθρώπων που είπαν λόγια ερωτικά και λόγια της αγάπης"/Art Nota Kymothoe© Nότα Κυμοθόη

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

"ΕΠΟΣ 1940"ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ και ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΝΟΤΑ ΚΥΜΟΘΟΗ

"ΈΠΟΣ ΤΟΥ 1940" Έργο Ζωγραφικής της Νότας Κυμοθόη
Ελαιογραφία σε μουσαμά (συλλεκτικό)


"ΕΠΟΣ 1940" ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ και ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΝΟΤΑ ΚΥΜΟΘΟΗ
Νότα Κυμοθόη© Nota Kimothoi
Μια εποχή οπού πήρε πολλά χρόνια για να ξεχαστεί ο διχασμός και όλα όσα έγιναν...

"Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ΄την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο. Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ΄αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ΄τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψυχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φο΄ρες όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ΄ένα μικρό δαδί, μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ΄την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ΄αεροπλάνα. Επειδή  ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως τό ΄χει συνήθειά του στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότε χωμένοι μες τις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα...Δώδεκα μέρες κι ύστερα...πηγαίναμε και θωρούσες είχαμε...μπουλούκι ανάκατο απ΄όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, πού ΄χαν λευκάνει απ΄τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι και παπάδες θεριά, λοχίες του '27 ή του 12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ΄τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τουρκών. Όλοι μαζί, δίχως χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι-πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτα. Γιατί καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα- έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ΄αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη όπου φορές εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο...Δεν είχαμε καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, γιατί ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ΄τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορα των πολυβόλων. Ολοένα πιο συχνά στα σκοτεινά τύχαινε ν΄απαντούμε απ΄τ΄άλλο μέρος νά ΄ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. "Όι όι, μάνα μου", "όι όι μάνα μου" και κάποτε πιο σπάνια ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ΄λέγαν όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόχος του θανάτου. 
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν έιχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας και τα λίγα μουλάρια μας κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές-μεριές κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες λαμπερές φωτοβολίδες..."
(Η πορεία προς το μέτωπο, Οδυσσέα Ελύτη...)

© Nότα Κυμοθόη 


Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΥΡΟΒΛΥΤΗΣ:ΕΡΓΟ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΗΣ ΝΟΤΑΣ ΚΥΜΟΘΟΗ

Έργο Ζωγραφικής της Νότας ΚυμοθόηΆδεια Creative Commons
Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .
Αυγοτέμπερα σε ξύλο
Βρίσκεται στον Άγιο Δημήτριο Ελάτεια Φθιώτιδος

ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΥΡΟΒΛΥΤΗΣ
Νότα Κυμοθόη© Νότα Κυμοθόη
Ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης, από τη Θεσσαλονίκη, οπού σήμερα γιορτάζουμε την ιερή του μνήμη, αποτελεί ένα παράδειγμα για πάρα πολλούς, οπού λένε, πως "πιστεύουν"...
Σε όλη τη ζωή, πάσχιζε να γίνει ανώτερος αξιωματικός και κατάφερε να φτάσει στο υψηλότερο αξίωμα για την εποχή του, στην βυζαντινή αυτοκρατορία. Έγινε Στρατηλάτης. Αλλά ενώ έχει πάρει διαταγή να στραφεί εναντίον ανθρώπων και να τους σφαγιάσει, αλλάζει πορεία, μετά από θεία παρέμβαση...
Δεν υπάρχει ιερός πόλεμος και κανένας καλός χριστιανός δεν αφαιρεί ζωή από κανέναν άνθρωπο, που είναι "δώρο" Θεού και ενώπιον Θεού, όλοι οι άνθρωποι είναι παιδιά του κι έχουν τη δυνατότητα να σωθούν, εάν πιστέψουν.
Βαθιά θρησκευόμενος από τη μητέρα του που ήταν καλή χριστιανή και με τις προσευχές της πάντα τον καθοδηγούσε, δεν πήγε να εκτελέσει τη διαταγή και σύρθηκε στις φυλακές, όπου εκεί στη Θεσσαλονίκη μαρτύρησε φρικτό θάνατο, μετά το θάνατο του αγαπημένου του φίλου Νέστορα...
Ο τάφος του στη Θεσσαλονίκη μυροβλίζει...
Χρόνια Πολλά σε όλους κι ας πατάξει το κοντάρι του όλους τους ληστές κι όλους τους κλέφτες αυτής της όμορφης πατρίδας μας...

© Nότα Κυμοθόη