Η ΛΥΤΡΩΣΗ Νότας Κυμοθόη© Nota Kimothoi
Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .
βιβλίο
Νότα Κυμοθόη* 2006
Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .
βιβλίο
Νότα Κυμοθόη* 2006
"Με πήρε πολύ καιρό για να δώσω ψυχή στο λευκό χαρτί και είχα μεγάλη ταραχή, αλλά και σφοδρή ηδονή καθώς πάλευα για να δαμάσω τις λέξεις και να τις στεριώσω, ώστε να γίνει η "Η Δρασκελιά του Ήλιου" και "Η Λύτρωση" γάργαρο ποτάμι. Κι όταν περπατούσα ξυπόλητη σ' ένα χωματένιο μονοπάτι της Ινδίας πνιγμένη στον ιδρώτα και πιεσμένη από την αγωνία και τα άγχη μου για το θέμα της εξαφάνισης της Αρετής, συναπαντήθηκα μ' ένα νέο αναχωρητή. Στάθηκε σαν από σύμπτωση, σαν από τύχη κάπως μυστήρια και με κοίταξε. Δε βιαζόταν μήπως βασιλέψει ο ήλιος και σωθεί η μέρα. Αν θα βρέξει και περπατήσει κατόπιν στη λάσπη. Δε νοιαζόταν για τίποτα, απ΄όσα όλοι εμείς οι άνθρωποι της Δύσης έχουμε στο μυαλό μας για τις δουλειές μας. Μόνο στάθηκε και με κοίταξε με απορία δίχως να μιλάει. Θυμάμαι πως με πυρπόλησε με δυο μάτια σαν κάρβουνα αναμμένα. Νέος, αδύνατος, σχεδόν κοκαλιάρης με τα μαλλιά του ν' αγγίζουν το χώμα, φορώντας έναν πορτοκαλί βαμβακερό χιτώνα. Το βλέμμα του είχε μια φωνή σαν να μίλαγε ζωηρά η ψυχή του και ν' ακουγόταν από τα χείλη του βροντερή.
"Πού πηγαίνεις δίχως τη Δύναμη;" μου είπε η φωνή μέσα από το πυρωμένο του βλέμμα, που με κοιτούσε κατάματα, ίσια στα βάθη της ψυχής μου. Αγέρας σηκώθηκε. Η σκόνη σούρθηκε γύρω μου κι είδα μακριά την πείνα σαν μανιασμένο θηρίο να σαρώνει τον κόσμο. Άνθρωποι πάλευαν
να στήσουν δουλειές, να κερδίσουν χρήματα να γίνουν σπουδαίοι. Άνθρωποι άπλωναν το χέρι
τρεμάμενο μέσα από τριμμένα μανίκια, ζητώντας ελεημοσύνη. Άνθρωποι πολεμούσαν ενάντια σε άλλους ανθρώπους και σαν θηρία ξεσκίζονταν κι έπεφταν στη γη αποκαμωμένοι. Ο ένας εναντίον του άλλου στην πρώτη γραμμή...Άνθρωποι ερωτεύονταν, παντρεύονταν, κρατούσαν παιδιά στην αγκαλιά τους με τρυφερότητα. Άνθρωποι ακολουθούσαν νεκρικές πομπές κι έκλαιγαν απαρηγόρητα. Άνθρωποι έστεκαν πάνω από νεογέννητα μωρά και πετάριζαν από χαρά. Πολιτείες και χωριά είδα πλημμυρισμένα και κατεστραμμένα. Και πάλι μετά όλα να φτιάχνονται από την αρχή, από χέρια ανθρώπων που δούλευαν με αγάπη.
Στην καρδιά του μέσα τα έβλεπα όλα αυτά. Είχε ανοίξει ο πορτοκαλί χιτώνας του σαν ένα παράθυρο κι από μέσα φάνηκε η καρδιά του που σκίστηκε στα δυο. Δίχως ήχος ν' ακουστεί, δίχως χέρι να την αγγίξει, δίχως αίμα να τρέξει, άνοιξε μια τρύπα ακριβώς στην καρδιά του. Μια τρύπα σαν πόρτα τόσο ανθρώπινη, μα τόσο θεϊκή κι είδα εκεί μέσα σαν σε ταινία την ανθρωπότητα όλη μέσα στη βία. Την ανθρωπότητα όλη βουτηγμένη στο αίμα, στο ψέμα, στα πάθη, στο κέρδος. Σαν σε ταινία κινηματογράφου περνούσαν τα γεγονότα γρήγορα-γρήγορα σε μια οθόνη και βύθισα το βλέμμα μου εκεί μέσα τους αμίλητη. Κοίταζα αφοσιωμένη.
Με κοιτούσε με τα πύρινα μάτια του κι ήταν σαν ν' αποθήκευαν μέσα μου όλη τους τη φλόγα.
Και μου φάνηκε πως άκουσα να μου λέει: "ακολούθα με". όταν τόλμησα να ρωτήσω για ποια "Δύναμη" μου μιλούσε, εκείνος είχε γίνει άφαντος. Όμως δεν ήμουν εκείνη που ήμουν πριν
Κάτι μέσα μου είχε αλλάξει! Μέσα σε τέτοια τρομερή στιγμή μου φάνηκε σαν να συναπάντησα
αυτό που λέμε Θεό κι ένιωσα ξαφνικά πως εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη τη γη, τούτη την ίδια στιγμή χάνονται, γιατί δεν έχουν μια μπουκιά ψωμί να χορτάσουν το πεινασμένο τους κορμί. Δεν έχουν μήτε μια σταγόνα νερό να δροσίσουν τα διψασμένα τους χείλη. Εξευτελίζονται σε όλη τη γη εκατομμύρια άνθρωποι, γιατί δεν μπορούν να στυλώσουν την ύπαρξή τους μέσα στη φτώχεια τους. Αλίμονο, ψιθύρισα, για τα πλούτη που συγκεντρώνονται σε γερά θησαυροφυλάκια κι ανάθεμα στην αδιαφορία των κυβερνήσεων που δεν νοιάζονται για τη πείνα και δυστυχία των ανέργων και πονεμένων ανθρώπων. Μα ξάφνου έπιασε δυνατή βροχή κι από το χώμα αναδύθηκε μια μυρουδιά χωματένια που με τρόμαξε. Ήταν η κραυγή της ανθρώπινης σάρκας,
σαν αγρίμι, που ακολουθούσε μια μυστηριακή σιωπή ανάδυσης από τα έγκατα της γήινης φλούδας. Άκουσα βήματα που σέρνονταν στη λάσπη και πέλματα να κολλάνε εκεί μέσα. Μορφή όμως δεν έβλεπα σάμπως να περνούσε από μπροστά μου αόρατος πάλι εκείνος ο πριν, που μου φάνηκε ίδιος ο Θεός. Αυτός ο περιπλανώμενος, σαν επίγειος και σαρκωμένος Θεός στην Ινδία που βρισκόταν ολόγυρά μου παντού και τόλμησα ανήσυχη να γυρέψω και να μάθω για τη δύναμη που μου μου είπε "ακολούθα με". "Ποιος είσαι;" Τόλμησα και τον ρώτησα. "Ακολούθα με", άκουσα πάλι να μου λέει η φωνή και σώμα δεν έβλεπα, παρά μόνο τα χνάρια έβλεπα του αόρατου εκείνου μελαψού και νέου αναχωρητή μέσα στη λάσπη.
Πήγαινα πίσω του σαστισμένη σαν ίσκιος που γυρεύει τον ήλιο για να ξαποστάσει μέσα στη λαμπρότητα όταν δεν θα υπάρχει πια. Ακολουθούσα με δρασκελιές και περιπλανήθηκα σε όλη την Ινδία, αλλά δεν είδα άλλη φορά το πρόσωπό του. Μόνο τα χνάρια του μετρούσα σε χνάρια ανθρώπων αμέτρητων σαν σιγουριά για το σώμα που λεύτερο μέσα στην αγιοσύνη του σκορπίζεται γύρω σε πρόσωπα καλοσυνάτα, την ίδια στιγμή που κάποιοι σε άλλες χώρες θέλουν να σου στραγγίσουν το αίμα και να σκοτεινιάσουν γύρω σου τον ουρανό. Τότε κατάλαβα πως δεν ήμουν ολομόναχη σε τούτη τη γη, όπως τότε που βρισκόμουν ανάμεσα σε ανθρωπομορφές που αγωνίζονταν για πράγματα τόσο καθημερινά, λες και θα είχαν για πάντα διάρκεια όλα.
Οι άνθρωποι, κατάλαβα πως παλεύουν να κρατήσουν την ύλη για πάντα κοντά τους, αλλά δεν αντιλαμβάνονται πως όλα είναι μάταια, γιατί φτάνει στιγμή που ξαφνικά όλα χάνονται. Αλλά όλα χρειάζονται. Χρειάζονται και τα χρήματα, χρειάζεται ν' αγωνίζονται οι άνθρωποι, γιατί δεν έχουν τη γνώση της διαδρομής τους και δε φρόντισαν ν' αναζητήσουν να μάθουν για την πορεία τους. Οι άνθρωποι, σαν μάθουν για την πορεία τους, αποκτούν αυτό το πρόσωπο του Θεού και γίνονται ένα μαζί του, γίνονται όλοι Αγάπη, μια γροθιά ενωμένη. Είδα την Ινδία από τη μια ως την άλλη άκρη και ήταν σαν να έβλεπα την παγκόσμια κοινωνία των ανθρώπων σε μια μελλοντική κατάσταση ύστερα από κάποια οικονομικά προβλήματα και καταστροφές που θα υποστεί ο πλανήτης μας. Αλλά δε φοβόμουν τη μοναξιά μήτε γύρευα παρέα. Δε φοβόμουν μήτε το άγνωστο μήτε τίποτα. Ίσως γιατί έρχονταν και με συναπαντούσαν οι άγιοι ή οι άγγελοι ή οι δαίμονες. Δεν ξέρω ακόμα πως να το εξηγήσω. Άλλαξα τελείως! Μοναχικοί και σκεπτόμενοι ήταν για μέσα από τη σάρκα τους. Ίσως και να ήταν ασυνήθιστες μορφές που κάπου είχαν παραπέρα αφήσει τα φτερά τους γιατί κάτι γινόταν κι εξαφανίζονταν στο κατόπι, αλλά έρχονταν πάλι. Ήταν τότε που ξαφνιασμένη κοιτούσα για να δω από που έρχεται το φτερούγισμα. Αλλά δεν έβλεπα τίποτα, μόνο ένιωθα ένα θαλπωρής αγκάλιασμα και κάποιον αόρατο δίπλα μου να μου παραστέκει. Πάντα ήταν κοντά μου και μου έδειχνε το δρόμο.
* Η Λύτρωση, Νότα Κυμοθόη,
εκδ. Ίαμβος, 2006
είναι ένα βιβλίο βιωματικό. Μια αληθινή ιστορία.
εκδ. Ίαμβος, 2006
είναι ένα βιβλίο βιωματικό. Μια αληθινή ιστορία.
Το πιο πάνω, είναι μέρος από τον πρόλογο του βιβλίου... Αναζητήστε το σε όλα τα
βιβλιοπωλεία.
Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου